- ερεείνω
- ἐρεείνω (Α)1. ζητώ πληροφορίες, ρωτώ να μάθω2. αναζητώ κάποιον ή κάτι3. επιδιώκω κάτι4. (για μαντείο) ζητώ χρησμό5. δοκιμάζω, εξετάζω6. επισκέπτομαι έναν τόπο κάνοντας περιήγηση7. συζητώ, διαλέγομαι, ανταλλάσσω απόψεις8. λέγω. μιλώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερέω «ζητώ να μάθω». Σχηματισμός πιθ. κατά το αλεείνω* «αποφεύγω, υποχωρώ»].
Dictionary of Greek. 2013.